Ὀλοοσσών

Ὀλοοσσών
Ὀλοοσσών
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ὀλοοσσόνα — Ὀλοοσσών fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀλοοσσόνος — Ὀλοοσσών fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαρίσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (5.555 τ. χλμ., 279.305 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, στο βορειοανατολικό της τμήμα. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Πιερίας και Κοζάνης, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών, Τρικάλων και Καρδίτσης, στα Ν με τους νομούς Φθιώτιδος… …   Dictionary of Greek

  • ОЛООССОН —    • Oloosson,          Όλοοσσών, город перебов в фессалийской провинции Гестиеотида. Гомер (Il. 2, 739) называет его λευχή, потому что в окрестностях его (по Strab. 9, 440) находилось много белой глины. Теперешнее имя его Elassona …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”